- λακκοσκαπέρδας
- λακκοσκαπέρδας,A = λακκόπρωκτος, Com.Adesp.1362.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακκοσκαπέρδας — λακκοσκαπέρδας, ό (Α) λακκόπρωκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + σκαπέρδα «είδος παιχνιδιού»] … Dictionary of Greek
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek